Definify.com
Definition 2025
κατηχητικός
κατηχητικός
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /katixitikós/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /katiçitikós/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /katiçitikós/
Adjective
κατηχητικός • (katēkhētikós) m (feminine κατηχητική, neuter κατηχητικόν); first/second declension
- of or for instruction
Inflection
First and second declension of κατηχητικός, κατηχητική, κατηχητικόν
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | κατηχητικός | κατηχητική | κατηχητικόν | κατηχητικώ | κατηχητικᾱ́ | κατηχητικώ | κατηχητικοί | κατηχητικαί | κατηχητικᾰ́ | |||
Genitive | κατηχητικοῦ | κατηχητικῆς | κατηχητικοῦ | κατηχητικοῖν | κατηχητικαῖν | κατηχητικοῖν | κατηχητικῶν | κατηχητικῶν | κατηχητικῶν | |||
Dative | κατηχητικῷ | κατηχητικῇ | κατηχητικῷ | κατηχητικοῖν | κατηχητικαῖν | κατηχητικοῖν | κατηχητικοῖς | κατηχητικαῖς | κατηχητικοῖς | |||
Accusative | κατηχητικόν | κατηχητικήν | κατηχητικόν | κατηχητικώ | κατηχητικᾱ́ | κατηχητικώ | κατηχητικούς | κατηχητικᾱ́ς | κατηχητικᾰ́ | |||
Vocative | κατηχητικέ | κατηχητική | κατηχητικόν | κατηχητικώ | κατηχητικᾱ́ | κατηχητικώ | κατηχητικοί | κατηχητικαί | κατηχητικᾰ́ | |||
References
- LSJ 8th edition