Definify.com
Definition 2024
κατσικάκι
κατσικάκι
Greek
Noun
κατσικάκι • (katsikáki) n (plural κατσικάκια)
Declension
declension of κατσικάκι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κατσικάκι | κατσικάκια |
genitive | — | — |
accusative | κατσικάκι | κατσικάκια |
vocative | κατσικάκι | κατσικάκια |
Related terms
- see: κατσίκι n (katsíki, “goat”)