Definify.com
Definition 2024
κατόρθωμα
κατόρθωμα
Greek
Noun
κατόρθωμα • (katórthoma) n (plural κατορθώματα)
Declension
declension of κατόρθωμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κατόρθωμα | κατορθώματα |
genitive | κατορθώματος | κατορθωμάτων |
accusative | κατόρθωμα | κατορθώματα |
vocative | κατόρθωμα | κατορθώματα |
Synonyms
- άθλος m (áthlos)
- ανδραγάθημα n (andragáthima)
- επίτευγμα n (epítevgma)