Definify.com
Definition 2025
κεφαλαιοκράτης
κεφαλαιοκράτης
Greek
Noun
κεφαλαιοκράτης • (kefalaiokrátis) m (feminine κεφαλαιοκράτισσα)
Declension
declension of κεφαλαιοκράτης
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | κεφαλαιοκράτης | κεφαλαιοκράτες |
| genitive | κεφαλαιοκράτη | κεφαλαιοκρατών |
| accusative | κεφαλαιοκράτη | κεφαλαιοκράτες |
| vocative | κεφαλαιοκράτη | κεφαλαιοκράτες |
Synonyms
- καπιταλιστής m (kapitalistís)
Related terms
- see: κεφαλαιοκρατία f (kefalaiokratía, “capitalism”)
External links
-
Καπιταλισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el