Definify.com
Definition 2025
κοινοβιάτης
κοινοβιάτης
Greek
Noun
κοινοβιάτης • (koinoviátis) m (plural κοινοβιάτες)
Declension
declension of κοινοβιάτης
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | κοινοβιάτης | κοινοβιάτες |
| genitive | κοινοβιάτη | κοινοβιατών |
| accusative | κοινοβιάτη | κοινοβιάτες |
| vocative | κοινοβιάτη | κοινοβιάτες |