Definify.com
Definition 2024
κοινωνιολογία
κοινωνιολογία
Greek
Noun
κοινωνιολογία • (koinoniología) f (plural κοινωνιολογίες)
- sociology (study of society, human social interactions, etc.)
Declension
declension of κοινωνιολογία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κοινωνιολογία | κοινωνιολογίες |
genitive | κοινωνιολογίας | κοινωνιολογιών |
accusative | κοινωνιολογία | κοινωνιολογίες |
vocative | κοινωνιολογία | κοινωνιολογίες |
External links
- κοινωνιολογία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el