Definify.com
Definition 2025
κοκκίνισμα
κοκκίνισμα
Greek
Noun
κοκκίνισμα • (kokkínisma) n
Declension
declension of κοκκίνισμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κοκκίνισμα | κοκκινίσματα |
genitive | κοκκινίσματος | κοκκινισμάτων |
accusative | κοκκίνισμα | κοκκινίσματα |
vocative | κοκκίνισμα | κοκκινίσματα |