Definify.com
Definition 2024
κοκκινοχρυσών
κοκκινοχρυσών
Greek
Adjective
κοκκινοχρυσών • (kokkinochrysón)
Noun
κοκκινοχρυσών • (kokkinochrysón) n
- Genitive plural form of κοκκινοχρυσός (kokkinochrysós).
κοκκινοχρυσών • (kokkinochrysón)
κοκκινοχρυσών • (kokkinochrysón) n