Definify.com
Definition 2024
κρατητήριο
κρατητήριο
Greek
Noun
κρατητήριο • (kratitírio) n (plural κρατητήρια)
Declension
declension of κρατητήριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κρατητήριο | κρατητήρια |
genitive | κρατητηρίου | κρατητηρίων |
accusative | κρατητήριο | κρατητήρια |
vocative | κρατητήριο | κρατητήρια |
See also
- φυλακή f (fylakí, “prison, jail”)