Definify.com
Definition 2025
κρουαζιερόπλοιο
κρουαζιερόπλοιο
Greek
Noun
κρουαζιερόπλοιο • (krouazieróploio) n (plural κρουαζιερόπλοια)
Declension
declension of κρουαζιερόπλοιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κρουαζιερόπλοιο | κρουαζιερόπλοια |
genitive | κρουαζιερόπλοιου | κρουαζιερόπλοιων |
accusative | κρουαζιερόπλοιο | κρουαζιερόπλοια |
vocative | κρουαζιερόπλοιο | κρουαζιερόπλοια |
Related terms
- πλοίο n (ploío, “ship”)
- κρουαζιέρα f (krouaziéra, “cruise”)
External links
- κρουαζιερόπλοιο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el