Definify.com
Definition 2025
κυλινδροπίστονο
κυλινδροπίστονο
Greek
Noun
κυλινδροπίστονο • (kylindropístono) n (plural κυλινδροπίστονα)
Declension
declension of κυλινδροπίστονο
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | κυλινδροπίστονο | κυλινδροπίστονα |
| genitive | κυλινδροπίστονου | κυλινδροπίστονων |
| accusative | κυλινδροπίστονο | κυλινδροπίστονα |
| vocative | κυλινδροπίστονο | κυλινδροπίστονα |