Definify.com
Definition 2025
κωδωνοκρούστης
κωδωνοκρούστης
Greek
Noun
κωδωνοκρούστης • (kodonokroústis) m, f (plural κωδωνοκρούστες)
Declension
declension of κωδωνοκρούστης
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | κωδωνοκρούστης | κωδωνοκρούστες |
| genitive | κωδωνοκρούστη | κωδωνοκρουστών |
| accusative | κωδωνοκρούστη | κωδωνοκρούστες |
| vocative | κωδωνοκρούστη | κωδωνοκρούστες |
Related terms
- see: κώδων m (kódon, “bell”)