Definify.com
Definition 2024
κωπηλάτης
κωπηλάτης
Greek
Noun
κωπηλάτης • (kopilátis) m
Declension
declension of κωπηλάτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κωπηλάτης | κωπηλάτες |
genitive | κωπηλάτη | κωπηλατών |
accusative | κωπηλάτη | κωπηλάτες |
vocative | κωπηλάτη | κωπηλάτες |
Related terms
- κωπηλασία (kopilasía)
- κωπηλατικός (kopilatikós)
- κωπηλατώ (kopilató)