Definify.com
Definition 2024
λειτουργία
λειτουργία
Greek
Noun
λειτουργία • (leitourgía) f (plural λειτουργίες)
Declension
declension of λειτουργία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | λειτουργία | λειτουργίες |
genitive | λειτουργίας | λειτουργιών |
accusative | λειτουργία | λειτουργίες |
vocative | λειτουργία | λειτουργίες |
Coordinate terms
- εκκλησιασμός m (ekklisiasmós, “attendance at worship”)
- θρησκευτική τελετή f (thriskeftikí teletí, “religious ceremony”)