Definify.com
Definition 2025
λευκαντικό
λευκαντικό
Greek
Noun
λευκαντικό • (lefkantikó) n (plural λευκαντικά)
Declension
declension of λευκαντικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | λευκαντικό | λευκαντικά |
genitive | λευκαντικού | λευκαντικών |
accusative | λευκαντικό | λευκαντικά |
vocative | λευκαντικό | λευκαντικά |
Related terms
- λευκαίνω (lefkaíno, “to bleach”)