Definify.com
Definition 2024
λογότυπος
λογότυπος
Greek
Alternative forms
- λογότυπο n (logótypo)
Noun
λογότυπος • (logótypos) m (plural λογότυποι)
Declension
declension of λογότυπος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | λογότυπος | λογότυποι |
genitive | λογοτύπου | λογοτύπων |
accusative | λογότυπο | λογοτύπους |
vocative | λογότυπε | λογότυποι |
External links
- λογότυπος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el