Definify.com
Definition 2025
λοιμοκαθαρτήριο
λοιμοκαθαρτήριο
Greek
Noun
λοιμοκαθαρτήριο • (loimokathartírio) n (plural λοιμοκαθαρτήρια)
Declension
declension of λοιμοκαθαρτήριο
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | λοιμοκαθαρτήριο | λοιμοκαθαρτήρια |
| genitive | λοιμοκαθαρτηρίου | λοιμοκαθαρτηρίων |
| accusative | λοιμοκαθαρτήριο | λοιμοκαθαρτήρια |
| vocative | λοιμοκαθαρτήριο | λοιμοκαθαρτήρια |
Synonyms
- λαζαρέτο n (lazaréto)
Related terms
- see: λοιμός m (loimós, “plague, epidemic”)