Definify.com
Definition 2025
μαγνητόφωνο
μαγνητόφωνο
Greek
Noun
μαγνητόφωνο • (magnitófono) n
Declension
declension of μαγνητόφωνο
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | μαγνητόφωνο | μαγνητόφωνα |
| genitive | μαγνητοφώνου | μαγνητοφώνων |
| accusative | μαγνητόφωνο | μαγνητόφωνα |
| vocative | μαγνητόφωνο | μαγνητόφωνα |