Definify.com
Definition 2025
μαζοχίστρια
μαζοχίστρια
Greek
Noun
μαζοχίστρια • (mazochístria) f (plural μαζοχίστριες, masculine μαζοχιστής)
Declension
declension of μαζοχίστρια
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | μαζοχίστρια | μαζοχίστριες |
| genitive | μαζοχίστριας | μαζοχιστριών |
| accusative | μαζοχίστρια | μαζοχίστριες |
| vocative | μαζοχίστρια | μαζοχίστριες |