Definify.com
Definition 2025
μαλάκας
μαλάκας
Greek
Noun
μαλάκας • (malákas) m (plural μαλάκες)
- (vulgar, offensive) masturbator, wanker
- (offensive, derogatory) idiot, jerk, ****
- Τι να πει κανείς, είναι σκέτος μαλάκας ο τύπος.
- What can one say, the guy is a total ****.
- Τι να πει κανείς, είναι σκέτος μαλάκας ο τύπος.
- (colloquial, informal) dude, man, bro (term of address between friends)
- Ρε μαλάκες, δεν πάμε για καμιά μπύρα;
- Guys, why don't we go for a beer?
- Ρε μαλάκες, δεν πάμε για καμιά μπύρα;
Declension
declension of μαλάκας
Synonyms
- (masturbator): αυνανιστής m (avnanistís)
- (****, jerk): σκατάς m (skatás), πούστης m (poústis), αρχίδι n (archídi)
- (informal term of address): πούστης m (poústis)
Related terms
- μαλακία f (malakía, “wanking, masturbation”)
- μαλακίζομαι (malakízomai, “to wank”)