Definify.com
Definition 2024
ματαιώνομαι
ματαιώνομαι
Greek
Verb
ματαιώνομαι • (mataiónomai) (simple past ματαιώθηκα, active form ματαιώνω, passive)
- passive of ματαιώνω (mataióno)
ματαιώνομαι • (mataiónomai) (simple past ματαιώθηκα, active form ματαιώνω, passive)