Definify.com
Definition 2024
μαυρίζω_στο_ξύλο
μαυρίζω στο ξύλο
Greek
Phrase
μαυρίζω στο ξύλο • (mavrízo sto xýlo)
- beat up someone, beat black and blue
Synonyms
- σπάω στο ξύλο (spáo sto xýlo)
- κάνω τόπι στο ξύλο (káno tópi sto xýlo)
μαυρίζω στο ξύλο • (mavrízo sto xýlo)