Definify.com
Definition 2024
μαφιόζκος
μαφιόζικος
Greek
Adjective
μαφιόζικος • (mafiózikos) m (feminine μαφιόζικη, neuter μαφιόζικο)
- relating to a mafia
Declension
positive forms of μαφιόζικος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μαφιόζικος | μαφιόζικη | μαφιόζικο | μαφιόζικοι | μαφιόζικες | μαφιόζικα |
genitive | μαφιόζικου | μαφιόζικης | μαφιόζικου | μαφιόζικων | μαφιόζικων | μαφιόζικων |
accusative | μαφιόζικο | μαφιόζικη | μαφιόζικο | μαφιόζικους | μαφιόζικες | μαφιόζικα |
vocative | μαφιόζικε | μαφιόζικη | μαφιόζικο | μαφιόζικοι | μαφιόζικες | μαφιόζικα |
Related terms
- see: μαφία f (mafía, “mafia”)