Definify.com
Definition 2024
μελίγκρα
μελίγκρα
Greek
Noun
μελίγκρα • (melínkra) f (plural μελίγκρες)
Synonyms
- αφίδα (afída)
- φυτόψειρα (fytópseira)
Declension
declension of μελίγκρα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μελίγκρα | μελίγκρες |
genitive | μελίγκρας | — |
accusative | μελίγκρα | μελίγκρες |
vocative | μελίγκρα | μελίγκρες |