Definify.com
Definition 2025
μελανή_οπή
μελανή οπή
Greek
Noun
μελανή οπή • (melaní opí) f (plural μελανές οπές)
Synonyms
- μαύρη τρύπα f (mávri trýpa)
External links
- Μαύρη τρύπα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
μελανή οπή • (melaní opí) f (plural μελανές οπές)