Definify.com
Definition 2025
μεσονύκτιο
μεσονύκτιο
Greek
Noun
μεσονύκτιο • (mesonýktio) n (plural μεσονύκτια)
Declension
declension of μεσονύκτιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μεσονύκτιο | μεσονύκτια |
genitive | μεσονυκτίου | μεσονυκτίων |
accusative | μεσονύκτιο | μεσονύκτια |
vocative | μεσονύκτιο | μεσονύκτια |
Synonyms
- μεσάνυχτα n pl (mesánychta) (more common)