Definify.com

Definition 2024


μεταμόρφωση

μεταμόρφωση

Greek

Noun

μεταμόρφωση (metamórfosi) f

  1. metamorphosis

Declension

Related terms

  • μεταμορφωμένος (metamorfoménos)
  • μεταμορφώνομαι (metamorfónomai)
  • μεταμορφώνω (metamorfóno)