Definify.com
Definition 2024
μονόδρομος
μονόδρομος
Greek
Noun
μονόδρομος • (monódromos) m (plural μονόδρομοι)
- (transport) one-way street
Declension
declension of μονόδρομος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μονόδρομος | μονόδρομοι |
genitive | μονόδρομου | μονόδρομων |
accusative | μονόδρομο | μονόδρομους |
vocative | μονόδρομε | μονόδρομοι |
Related terms
- δρόμος m (drómos, “street”)