Definify.com
Definition 2025
μοσχοβολιά
μοσχοβολιά
Greek
Alternative forms
- (colloquial) μοσκοβολιά (moskovoliá)
- (colloquial) μοσκοβόλια (moskovólia)
Noun
μοσχοβολιά • (moschovoliá) f (plural μοσχοβολιές)
Declension
declension of μοσχοβολιά
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μοσχοβολιά | μοσχοβολιές |
genitive | μοσχοβολιάς | μοσχοβολιών |
accusative | μοσχοβολιά | μοσχοβολιές |
vocative | μοσχοβολιά | μοσχοβολιές |