Definify.com

Definition 2024


μπακάλης

μπακάλης

Greek

Noun

μπακάλης (bakális) m (plural μπακάληδες)

  1. grocer

Declension

Synonyms

Derived terms

  • μπακάλικο n (bakáliko, grocery, grocer's shop)
  • μπακαλική f (bakalikí)