Definify.com

Definition 2024


μπουκάλι

μπουκάλι

Greek

Noun

μπουκάλι (boukáli) n (plural μπουκάλια)

  1. bottle
    ένα ποτήρι και ένα μπουκάλι κρασί
    a glass and a bottle of wine
    ένα ποτήρι και ένα μπουκάλι του κρασιού
    a glass and a wine bottle
  2. the contents of a bottle
    Πόσα μπουκάλια μπίρα ήπιατε χθες;
    How many bottles of beer did you drink yesterday?

Declension

Synonyms

  • μποτίλια f (botília)
  • μπουκάλα f (boukála, large bottle)
  • φιάλη f (fiáli, bottle, gas cylinder)
  • (obsolete) βύτη n (výti)
  • (obsolete) βαύκαλη n (váfkali)

See also

  • μπιμπερό n (bimperó, baby's bottle)
  • φλασκί n (flaskí, flask)

External links