Definify.com
Definition 2024
μυθιστοριογράφος
μυθιστοριογράφος
Greek
Noun
μυθιστοριογράφος • (mythistoriográfos) m, f (plural μυθιστοριογράφοι)
Declension
declension of μυθιστοριογράφος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μυθιστοριογράφος | μυθιστοριογράφοι |
genitive | μυθιστοριογράφου | μυθιστοριογράφων |
accusative | μυθιστοριογράφο | μυθιστοριογράφους |
vocative | μυθιστοριογράφε | μυθιστοριογράφοι |
Related terms
- μυθιστόρημα n (mythistórima, “novel”)
External links
- Μυθιστόρημα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el