Definify.com
Definition 2024
νεροβούβαλος
νεροβούβαλος
Greek
Noun
νεροβούβαλος • (nerovoúvalos) m (plural νεροβούβαλοι)
Declension
declension of νεροβούβαλος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | νεροβούβαλος | νεροβούβαλοι |
genitive | νεροβούβαλου | νεροβούβαλων |
accusative | νεροβούβαλο | νεροβούβαλους |
vocative | νεροβούβαλε | νεροβούβαλοι |