Definify.com
Definition 2025
ολοκληρωμένα_κυκλώματα
ολοκληρωμένα κυκλώματα
Greek
Noun
ολοκληρωμένα κυκλώματα • (olokliroména kyklómata) n
- Plural form of ολοκληρωμένο κύκλωμα (olokliroméno kýkloma).
ολοκληρωμένα κυκλώματα • (olokliroména kyklómata) n