Definify.com
Definition 2024
οξυγονοκολλητής
οξυγονοκολλητής
Greek
Noun
οξυγονοκολλητής • (oxygonokollitís) m (plural οξυγονοκολλητές, feminine οξυγονοκολλήτρια)
- (engineering) welder, especially oxyacetylene welder
Declension
declension of οξυγονοκολλητής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | οξυγονοκολλητής | οξυγονοκολλητές |
genitive | οξυγονοκολλητή | οξυγονοκολλητών |
accusative | οξυγονοκολλητή | οξυγονοκολλητές |
vocative | οξυγονοκολλητή | οξυγονοκολλητές |
Related terms
- οξυγονοκολλώ (oxygonokolló, “to weld”)