Definify.com
Definition 2024
παράγκα
παράγκα
Greek
Noun
παράγκα • (paránka) f (plural παράγκες)
Declension
declension of παράγκα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | παράγκα | παράγκες |
genitive | παράγκας | παραγκών |
accusative | παράγκα | παράγκες |
vocative | παράγκα | παράγκες |
Synonyms
- καλύβα f (kalýva)
Derived terms
- παραγκούπολη f (parankoúpoli, “shanty town”)