Definify.com
Definition 2024
περίστροφο
περίστροφο
Greek
Noun
περίστροφο • (perístrofo) n (plural περίστροφα)
- revolver (a handgun with revolving chamber)
Declension
declension of περίστροφο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | περίστροφο | περίστροφα |
genitive | περιστρόφου | περιστρόφων |
accusative | περίστροφο | περίστροφα |
vocative | περίστροφο | περίστροφα |
See also
- πιστόλι n (pistóli, “pistol, handgun”)