Definify.com
Definition 2025
περίφραξη
περίφραξη
Greek
Noun
περίφραξη • (perífraxi) f (plural περιφράξεις)
Declension
declension of περίφραξη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | περίφραξη | περιφράξεις |
genitive | περίφραξης / περιφράξεως | περιφράξεων |
accusative | περίφραξη | περιφράξεις |
vocative | περίφραξη | περιφράξεις |
Related terms
- περιφράσσω (perifrásso, “to fence”)