Definify.com
Definition 2024
περιβάλλον
περιβάλλον
Greek
Noun
περιβάλλον • (perivállon) n (plural περιβάλλοντα)
- environment (conditions, social factors around something)
- ambient conditions
Declension
declension of περιβάλλον
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | περιβάλλον | περιβάλλοντα |
genitive | περιβάλλοντος | περιβαλλόντων |
accusative | περιβάλλον | περιβάλλοντα |
vocative | περιβάλλον | περιβάλλοντα |
External links
- περιβάλλον on the Greek Wikipedia.Wikipedia el