Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
περιβαλλοντικούς
περιβαλλοντικούς
Greek
Adjective
περιβαλλοντικούς
•
(
perivallontikoús
)
Accusative
masculine
plural
form of
περιβαλλοντικός
(
perivallontikós
)
.
Similar Results