Definify.com
Definition 2025
περιπτεράς
περιπτεράς
Greek
Noun
περιπτεράς • (peripterás) m (plural περιπτεράδες, feminine περιπτερού)
Declension
declension of περιπτεράς
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | περιπτεράς | περιπτεράδες |
genitive | περιπτερά | περιπτεράδων |
accusative | περιπτερά | περιπτεράδες |
vocative | περιπτερά | περιπτεράδες |
Related terms
- see: περίπτερο n (períptero, “kiosk”)