Definify.com
Definition 2024
πιρούνι
πιρούνι
Greek
Alternative forms
- πηρούνι n (piroúni)
Noun
πιρούνι • (piroúni) n (plural πιρούνια)
- (cutlery) fork
Declension
declension of πιρούνι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πιρούνι | πιρούνια |
genitive | πιρουνιού | πιρουνιών |
accusative | πιρούνι | πιρούνια |
vocative | πιρούνι | πιρούνια |
Derived terms
- μαχαιροπίρουνο n (machairopírouno, “knife and fork”)