Definify.com
Definition 2024
πιστοποιητικό
πιστοποιητικό
Greek
Noun
πιστοποιητικό • (pistopoiitikó) n (plural πιστοποιητικά)
Declension
declension of πιστοποιητικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πιστοποιητικό | πιστοποιητικά |
genitive | πιστοποιητικού | πιστοποιητικών |
accusative | πιστοποιητικό | πιστοποιητικά |
vocative | πιστοποιητικό | πιστοποιητικά |