Definify.com

Definition 2024


πιστωτικοί_συνεταιρισμοί

πιστωτικοί συνεταιρισμοί

Greek

Noun

πιστωτικοί συνεταιρισμοί (pistotikoí synetairismoí) m

  1. Plural form of πιστωτικός συνεταιρισμός (pistotikós synetairismós).