Definify.com
Definition 2025
πλευρονήκτης
πλευρονήκτης
Greek
Noun
πλευρονήκτης • (plevroníktis) m (plural πλευρονήκτες)
Declension
declension of πλευρονήκτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πλευρονήκτης | πλευρονήκτες |
genitive | πλευρονήκτη | πλευρονηκτών |
accusative | πλευρονήκτη | πλευρονήκτες |
vocative | πλευρονήκτη | πλευρονήκτες |