Definify.com
Definition 2025
πορτοκαλεώνας
πορτοκαλεώνας
Greek
Noun
πορτοκαλεώνας • (portokaleónas) m (plural πορτοκαλεώνες)
-  orange grove, orange plantation, orangery
-  Στη νότια Ελλάδα υπάρχουν πολλοί πορτοκαλεώνες.
- In southern Greece there are many orange groves.
 
 
 -  Στη νότια Ελλάδα υπάρχουν πολλοί πορτοκαλεώνες.
 
Declension
declension of πορτοκαλεώνας
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | πορτοκαλεώνας | πορτοκαλεώνες | 
| genitive | πορτοκαλεώνα | πορτοκαλεώνων | 
| accusative | πορτοκαλεώνα | πορτοκαλεώνες | 
| vocative | πορτοκαλεώνα | πορτοκαλεώνες | 
Related terms
- see: πορτοκάλι n (portokáli, “orange - fruit”)