Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2025
πρακτικό
πρακτικό
Greek
Noun
πρακτικό
•
(
praktikó
)
n
(
plural
πρακτικά
)
written
report
(
plural
)
minutes
of a
meeting
Declension
declension of
πρακτικό
singular
plural
nominative
πρακτικό
πρακτικά
genitive
πρακτικού
πρακτικών
accusative
πρακτικό
πρακτικά
vocative
πρακτικό
πρακτικά
Similar Results