Definify.com
Definition 2025
προβολή
προβολή
Greek
Noun
προβολή • (provolí) f (plural προβολές)
- (film) projection, screening
- (cartography) projection
- promotion, publicising
Declension
declension of προβολή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προβολή | προβολές |
genitive | προβολής | προβολών |
accusative | προβολή | προβολές |
vocative | προβολή | προβολές |
Related terms
- προβολέας m (provoléas, “projector, spotlight, headlight”)