Definify.com
Definition 2025
προειδοποίηση
προειδοποίηση
Greek
Noun
προειδοποίηση • (proeidopoíisi) f (plural προειδοποιήσεις)
Declension
declension of προειδοποίηση
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | προειδοποίηση | προειδοποιήσεις |
| genitive | προειδοποίησης / προειδοποιήσεως | προειδοποιήσεων |
| accusative | προειδοποίηση | προειδοποιήσεις |
| vocative | προειδοποίηση | προειδοποιήσεις |
Related terms
- see: προειδοποιώ (proeidopoió, “to warn”)