Definify.com
Definition 2025
πρωτοβουλία
πρωτοβουλία
Greek
Noun
πρωτοβουλία • (protovoulía) f (plural πρωτοβουλίες)
- initiative
- παίρνω την πρωτοβουλία να
- to take the initiative
- παίρνω την πρωτοβουλία να
Declension
declension of πρωτοβουλία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πρωτοβουλία | πρωτοβουλίες |
genitive | πρωτοβουλίας | πρωτοβουλιών |
accusative | πρωτοβουλία | πρωτοβουλίες |
vocative | πρωτοβουλία | πρωτοβουλίες |
See also
- αυτοβουλία f (aftovoulía, “independence”)